- μιμούμενοι
- μῑμούμενοι , μιμέομαιimitatepres part mp masc nom/voc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подражаниѥ — ПОДРАЖАНИ|Ѥ (14), ˫А с. 1.Подражание, следование комул.: прп(д)бнѹмѹ оц҃ю игѹменѹ… д҃ховьнымъ своимъ с҃номъ подающю дрѣвле ѹставъ. послѣдьствѹющемъ же прочимъ по слѣдѹ всѣмъ. и въздвизающемъ дрѹгъ дрѹга на подражѧниѥ. УСт к. XII, 229; на житиѧ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Анфема — • Άνθεμα (антема) крестьянская пляска, о которой в частности говорит Афиней ( Пирующие софисты , стр. 449 470), которую мимировали (μιμούμενοι), припевая: Где же розы, где фиалки, где красавица петрушка? Вон где розы, где фиалки, где… … Реальный словарь классических древностей
ORATIO Soluta — metricâ posterior est. Et quidem Pherecydem Atheniensem prosas Orationes condere primum instituisse, Plin. l. 7. c. 56. scribit, quem primum Historiae auctorem alii faciunt: De eodem Strabo, ubi disputat, Poeticam compositionem prosâ oratione… … Hofmann J. Lexicon universale
κυβέλη — I Θεότητα της Φρυγίας και της Λυδίας κατά την αρχαιότητα, η λατρεία της οποίας εξαπλώθηκε και στον ελλαδικό χώρο. Επρόκειτο για ένα ανώτατο ον θηλυκού γένους, ένα ασιατικό αντίστοιχο της Μεγάλης Μητέρας Θεάς. Περιστοιχιζόταν από τον Ουρανό, τον… … Dictionary of Greek
μαγεία — Στην κλασική αρχαιότητα, ο όρος αναφερόταν στη μαντική τέχνη των ιερέων του μαζνταϊσμού (ζωροαστρισμός), των λεγόμενων μάγων. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν η Περσία είχε χάσει την πολιτική της ανεξαρτησία, οι μάγοι αυτοί διασκορπίστηκαν… … Dictionary of Greek
οδοντισμός — ὀδοντισμός, ὁ (Α) [οδοντίζω] τρόπος με τον οποίο έπαιζαν τον αυλό μιμούμενοι το τρίξιμο τών δοντιών τού φιδιού Πύθωνα … Dictionary of Greek